Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πέντε φωνάς

Ο συγγραφέας, το έργο

Tο βιβλίο έχει διττή υπόσταση, την άυλη και την υλική: είναι κείμενο και αντικείμενο. Στο παρόν πλαίσιο εστιάζουμε στις ιδιαιτερότητές του ως αντικειμένου, δεν παύει όμως η βασική του ταυτότητα να είναι το περιεχόμενο. Στο υπό συζήτηση βιβλίο, το κείμενο είναι ένα φιλοσοφικό έργο του 5ου μ.Χ. αιώνα, το οποίο αποδίδεται στον νεοπλατωνικό φιλόσοφο της ύστερης αρχαιότητας Αμμώνιο τον Ερμείου.

Ο Αμμώνιος (π. 440-π. 520) καταγόταν από οικογένεια φιλοσόφων: ήταν φιλόσοφος όχι μόνο ο πατέρας του Ερμείας, αλλά και η μητέρα του Αιδεσία και ο μικρότερος αδελφός του Ηλιόδωρος. Η μητέρα του φρόντισε οι δυο γιοι της να σπουδάσουν στην Αθήνα με δάσκαλο τον Πρόκλο τον Διάδοχο. Ο ίδιος ο Αμμώνιος, ως δάσκαλος φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια, είχε μαθητές τους σημαντικότερους πλατωνιστές του 6ου αιώνα: τον Ιωάννη Φιλόπονο, τον Σιμπλίκιο, τον Δαμάσκιο, τον Ασκληπιό, τον Ολυμπιόδωρο, καθώς και τον μετέπειτα διάδοχό του, τον μαθηματικό Ευτόκιο. Ο Αμμώνιος, παρότι αμφιλεγόμενου ήθους προσωπικότητα, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ως φιλόσοφος τόσο για τις γνώσεις του στις επιστήμες (γεωμετρία και αστρονομία) όσο και για τους σχολιασμούς του, ιδιαίτερα στον Αριστοτέλη, με το έργο του οποίου σχετίζονται τα περισσότερα σωζόμενα έργα του.

Αυτό ισχύει έμμεσα και για το Ὑπόμνημα εἰς τας Πέντε φωνάς: είναι σχολιασμός στο έργο Αἱ πέντε φωναί ή Περί πέντε φωνῶν του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Πορφύριου, που είναι γνωστό και απλώς ως Εἰσαγωγή, καθώς πρόκειται για εισαγωγή στην αριστοτελική λογική. Το έργο αυτό του Πορφύριου υπήρξε εξαιρετικά σημαντικό για τον νεοπλατωνισμό: προς το τέλος της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας ήταν το πρώτο φιλοσοφικό κείμενο που διάβαζε όποιος ξεκινούσε να σπουδάζει τη νεοπλατωνική φιλοσοφία. Παρέμεινε εξαιρετικά δημοφιλές και κατά τον μεσαίωνα, με αποτέλεσμα για πάνω από μια χιλιετία να είναι το πρώτο βιβλίο για κάθε σπουδαστή της φιλοσοφίας.

Ο σχολιασμός έργων προγενέστερων μεγάλων φιλοσόφων, κυρίως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ήταν η κύρια μορφή συγγραφής φιλοσοφικών έργων κατά την ύστερη αρχαιότητα. Τα κείμενα αυτά συνδέουν την αρχαιότητα με τον μεσαίωνα, και επηρέασαν ουσιαστικά την εξέλιξη της δυτικής φιλοσοφίας.

Στην περίοδο της Αναγέννησης σημειώνονται οι περισσότεροι σχολιασμοί στον Αριστοτέλη σε σχέση με κάθε άλλη εποχή, από σύγχρονους μελετητές της αριστοτελικής φιλοσοφίας στα λατινικά. Το γεγονός αυτό συμπίπτει, και πιθανότατα συνδέεται, με την αύξηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στα οποία όλο και περισσότεροι έχουν τη δυνατότητα να μελετήσουν τη φιλοσοφία, σε μεγάλο βαθμό βασισμένη στο αριστοτελικό corpus. Γεννιέται έτσι και η ανάγκη για νέους σχολιασμούς του έργου του Αριστοτέλη αλλά και των παλαιότερων σχολιαστών του. καθοριστικό ρόλο φυσικά παίζει και η εμφάνιση της τυπογραφίας που καθιστά ευκολότερη την πρόσβαση και τη διάδοση των έργων αυτών.

Με την εμφάνιση της τυπογραφίας συμπίπτει βεβαίως μια πολύ ευρύτερη αναβίωση των κλασικών γραμμάτων στην Ιταλία. Εκεί εκδίδονται τα πρώτα ελληνικά βιβλία, κυρίως στη Βενετία, που αναδείχθηκε στο πρώτο κέντρο της ελληνικής διασποράς μετά την πτώση του Βυζαντίου. Ανάμεσα σε αυτά και έργα στα ελληνικά που ακολουθούν και πλαισιώνουν τη στροφή προς την αριστοτελική φιλοσοφία, με χαρακτηριστική τη μνημειώδη έκδοση των Απάντων του Αριστοτέλη από τον Άλδο Μανούτιο, αλλά και την έκδοση στα ελληνικά σχολιαστών του Αριστοτέλη, πρώτα από τον Ζαχαρία Καλλιέργη και στη συνέχεια από τον Άλδο.

Το τυπογραφείο

Οι Κρητικοί Ζαχαρίας Καλλιέργης και Νικόλαος Βλαστός ίδρυσαν αν όχι το πρώτο, οπωσδήποτε το σημαντικότερο τυπογραφείο ιδιοκτησίας Ελλήνων στη Βενετία, το οποίο μάλιστα λειτουργούσε αποκλειστικά, όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, από Έλληνες. Οι δύο επικεφαλής του τυπογραφικού αυτού εργαστηρίου, λόγιοι και καλλιγράφοι, με καταγωγή από πλούσιες οικογένειες του Ρεθύμνου, πρέπει να έφτασαν στη Βενετία μετά το 1480. Εκεί ασχολήθηκαν με την αντιγραφή χειρογράφων και το 1499 ίδρυσαν το τυπογραφείο τους. Συνολικά, στα περίπου δύο χρόνια που αυτό λειτούργησε (μέχρι το τέλος του 1500), εξέδωσαν τέσσερα βιβλία εξαιρετικής αισθητικής και τεχνικής. Το πρώτο, το Ἐτυμολογικόν μέγα κατά ἀλφάβητον, εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου 1499, με την οικονομική αρωγή της Άννας Νοταρά.
Ακολούθησαν δύο εκδόσεις σχολιαστών του Αριστοτέλη στα ελληνικά, το Ὑπόμνημα εἰς τάς δέκα κατηγορίας τοῦ Ἀριστοτέλους του  Σιμπλίκιου, τον Οκτώβριο του 14992 και το Ὑπόμνημα εἰς τάς Πέντε φωνάς του Αμμώνιου στις 23 Μαΐου του 1500, για τις οποίες μάλιστα αναφέρεται ότι ο Βλαστός είχε ζητήσει προνόμιο αποκλειστικής έκδοσης για είκοσι χρόνια. Μετά τη χρεοκοπία του εργαστηρίου του, οι δύο αυτές εκδόσεις εμφανίζονται στον κατάλογο του Άλδου, το 1503 και το 1513. Τέλος, ακολουθεί η Θεραπευτική του Γαληνού στις 5 Οκτωβρίου του 1500.

Το έργο των Καλλιέργη και Βλαστού είναι εύκολα αναγνωρίσιμο. Η αισθητική των εκδόσεών τους έχει επηρεαστεί καταφανώς από τη βυζαντινή παράδοση, όπως παρατηρείται, καταρχάς, στα ίδια τα τυπογραφικά τους σήματα. ο Καλλιέργης, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη (και μάλιστα ισχυριζόταν ότι είχε αυτοκρατορική καταγωγή), χρησιμοποιεί (στο Ἐτυμολογικόν και στον Σιμπλίκιο) τον δικέφαλο αετό με τα αρχικά του (Ζκ) στο στήθος. Ο Βλαστός, πάλι, χρησιμοποιεί σε όλες τις εκδόσεις του μια σύνθεση που θυμίζει έντονα κέντημα, με το όνομά του πλεγμένο με άμπελο και στο πάνω μέρος σταυρό και τα γράμματα ΙΣ ΧΣ (Ιησούς Χριστός) ή
ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ιησούς Χριστός Νικά).

Tα τυπογραφικά σήματα του Ζαχαρία Καλλιέργη και του Νικόλαου Βλαστού.

 

Επιπλέον, τόσο τα διακοσμητικά μοτίβα που χρησιμοποιούν σε επίτιτλα και πρωτογράμματα όσο και η χρήση της ερυθροτυπίας παραπέμπουν ευθέως στα βυζαντινά χειρόγραφα.

Επίτιτλο και πρωτόγραμμα με ερυθροτυπία στην έκδοση του Σιμπλίκιου (1499).

Η ιδιαίτερη και αναγνωρίσιμη, βυζαντινής έμπνευσης, ταυτότητα των εκδόσεών τους είναι επίσης εξαιρετικά έντονη στα τυπογραφικά στοιχεία. Ο Καλλιέργης, που υπήρξε μια από τις προσωπικότητες που καθόρισαν την πρώιμη ελληνική τυπογραφία, είναι περίφημος για την πολύ κομψή σειρά στοιχείων που επιμελήθηκε, η οποία είχε ως πρότυπο τον γραφικό χαρακτήρα του Ιωάννη Γρηγορόπουλου ή, κατ’ άλλους, τον δικό του. Στα τεχνικά της χαρακτηριστικά, οι τόνοι και τα πνεύματα δεν στοιχειοθετούνταν σε ξεχωριστή αράδα αλλά συνδυάζονταν με τα γράμματα, ενώ χρησιμοποιούνταν και συμπλέγματα γραμμάτων. Σύμφωνα με τον Γιάννη Κόκκωνα, η χρήση συμπλεγμάτων αποτελεί χαρακτηριστική και σκόπιμη ιδιαιτερότητα της «ελληνικής τυπογραφίας» και η σειρά τυπογραφικών των
Καλλιέργη και Βλαστού είναι ένα από τα τελειότερα και ωραιότερα δείγματα αυτής της ιδιαιτερότητα.

Τύπωμα με χρυσό τον 15ο αιώνα

Το αντίτυπο του Αμμώνιου της συλλογής αρχετύπων του Ιδρύματος περιλαμβάνει φυσικά όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά των εκδόσεων των Καλλιέργη-Βλαστού, καθώς και κάποιες ιδιαιτερότητες αντιτύπου. Έχει όμως και κάτι ενδιάμεσο: μια τυπογραφική ιδιαιτερότητα. Είναι δείγμα της επιτυχημένης εφαρμογής μιας τεχνικής πολύ σπάνιας στον 15ο αιώνα, του τυπώματος με χρυσό. Στο διακοσμητικό επίτιτλο, τον τίτλο και το πρωτόγραμμα της πρώτης σελίδας, όπου στα περισσότερα αντίτυπα έχει χρησιμοποιηθεί κόκκινο μελάνι, εδώ έχει χρησιμοποιηθεί χρυσός.

Τα χειρόγραφα, που αποτελούν το πρότυπο για την αισθητική και το στήσιμο των αρχετύπων, και από τα οποία εμπνέεται, όπως είδαμε, ο Καλλιέργης, έφεραν συχνά πλούσια διακόσμηση με χρυσό. Η παράδοση της χρήσης του χρυσού διατηρήθηκε στην εκ των υστέρων διακόσμηση με το χέρι του τυπωμένου βιβλίου, συνήθως σε σχέδια ή πρωτογράμματα. Τύπωμα με χρυσό, από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, έγινε στον 15ο αιώνα μόνο από δύο τυπογράφους, οι οποίοι διακρίνονται για την τεχνική τους δεινότητα και την υψηλή τους αισθητική: τον Erhard Ratdolt και τον Ζαχαρία Καλλιέργη.

H δυσκολία του τυπώματος με χρυσό γεννά το εύλογο ερώτημα ποιος θα ήταν ο λόγος να μπει κανείς σε μια τέτοια διαδικασία, τεχνικά δύσκολη, ακριβή και αναμφίβολα χρονοβόρα. O χρυσός αυξάνει όχι μόνο την υλική αλλά και τη συμβολική αξία του βιβλίου. η υλική αξία του χρυσού δείχνει τη σημασία που αποδίδει ο δωρητής στον αποδέκτη του δώρου. H τεχνική δυσκολία της διαδικασίας είναι ένδειξη ότι αφιερώθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για την επίτευξή της. το τύπωμα με χρυσό λοιπόν, πέρα από τον ιδεολογικό συμβολισμό της σύνδεσης του έντυπου βιβλίου με την παράδοση του χειρόγραφου, έχει και πρακτική αιτία. Tο βιβλίο προορίζεται για δώρο προς κάποιον επιφανή αποδέκτη, είτε ως ευχαριστία για την υποστήριξή του, είτε με την ελπίδα μελλοντικής χορηγίας, είτε ως επίδειξη τεχνικών ικανοτήτων και διαφήμιση για την προσέλκυση επένδυσης. Kατά συνέπεια, η χρήση του χρυσού δικαιολογείται για πολύ λίγα αντίτυπα. Στην περίπτωση του Αμμώνιου, σώζονται τουλάχιστον 13 γνωστά αντίτυπα με χρυσό τύπωμα. Από αυτά τρία, αναλογικά μεγάλο ποσοστό, βρίσκονται στην Ελλάδα: εκτός από το αντίτυπο του Ιδρύματος Λασκαρίδη, δύο ακόμα αποτίθενται στην Εθνική Βιβλιοθήκη.